ληνιάτικο

From LSJ
Revision as of 14:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek Monolingual

το
η αμοιβή σε λάδι που καταβάλλει ο ελαιοπαραγωγός αντί χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την έκθλιψη τών ελιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός + κατάλ. -ιάτικο (πρβλ. λιβαδ-ιάτικα, μην-ιάτικο)].