ημιπόδιον

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο-πόδιον, υπο-πόδιον.
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
το μισό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός)].