ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακρο-πόδιον, υπο-πόδιον.ἡμιπόδιον, τὸ (Α)το μισό πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός)].