ημιπόδιον

From LSJ

Greek Monolingual

ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
(ως μέτρο) μισό πόδι, ημίπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός), πρβλ. ακροπόδιον, υποπόδιον.
ἡμιπόδιον, τὸ (Α)
το μισό πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πόδιον (< πους, ποδός)].