ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
κλαδοκοπῶ, -έω (Μ)κόβω κλαδιά δέντρου, κλαδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -κοπώ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο-κοπώ, ξυλο-κοπώ].