κεφαλοκρούστης
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
English (LSJ)
ου, ὁ, A = κρανοκολάπτης, Sch.Nic.Th.763.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, den Kopf stechend, eine Art Phalangium, Schol. Nic. Ther. 764, sonst κρανοκολάπτης.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοκρούστης: -ου, ὁ, ὁ κτυπῶν τὴν κεφαλήν, ὄνομα εἴδους φαλαγγίου, ἀλλαχοῦ κρανοκολάπτης, Ἀέτ., πρβλ. Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 767.
Greek Monolingual
κεφαλοκρούστης, ὁ (Α)
κρανοκολάπτης. είδος δηλητηριώδους αράχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο-κρούστης, κυμβαλο-κρούστης].