κρυολογώ
From LSJ
διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
-έω και -άω
1. παθαίνω κρυολόγημα («βγήκα λουσμένη έξω και κρυολόγησα»)
2. προξενώ κρυολόγημα («μέ κρυολόγησε το ανοιχτό παράθυρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -λογώ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνο-λογώ, παντρο-λογώ].