μεγέθης

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

μεγέθης, μέγεθες (Μ)
1. ευμεγέθης, μεγάλος, ογκώδης
2. ψηλός («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ πάνυ καθήμενος», Βίος Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μεγέθης σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -μεγέθης < μέγεθος (πρβλ. ευ-μεγέθης, ισο-μεγέθης)].