ευμεγέθης
From LSJ
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
Greek Monolingual
-ες (Α εὐμεγέθης, -ες)
αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικος («εὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.)
αρχ.
1. ψηλός, εύσωμος («εὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικός («εὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μέγεθος.