κομπολόγος
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
Greek Monolingual
κομπολόγος, -ον (Α)
κομπορρήμων, καυχησιολόγος, κομπαστής.
επίρρ...
κομπολόγως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ηθο-λόγος, υμνο-λόγος.