ἰσχνολόγος
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
German (Pape)
[Seite 1272] sein, spitzfindig redend, Cyrill.
Greek Monolingual
ἰσχνολόγος, ὁ (Α)
αυτός που είναι πολύ λεπτολόγος και ακριβής στη διατύπωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -λογος (< λόγος), πρβλ. αισχρο-λόγος, ψευδο-λόγος.