ὠλενοστρόφος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ὁ, A mat-maker, PPetr.3p.173 (iii B. C.), BGU1528 (iii B. C.); toranus (leg. torarius) = ωλενος· τροφος, Gloss.: cf. ὠλένη 3 and ὠλήν.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός με τον οποίο στρέφεται ο βραχίονας
2. αυτός που υφαίνει ψάθινους τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «χέρι» και «ψάθα» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο-στρόφος.