ετερόκλητος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτερόκλητον, τὸ)
νεοελλ.
1. (για όμιλο ανθρώπων) αυτός που αποτελείται από πρόσωπα διαφορετικής προέλευσης, από άτομα ανόμοια μεταξύ τους κατά την κοινωνική τάξη, την εμφάνιση κ.λπ. («ετερόκλητο πλήθος»)
2. (για πράγματα) ανομοιογενής («ετερόκλητη επίπλωση»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτερόκλητον
η προσωνυμία, η πρόσθετη ονομασία κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλητός (< καλώ), πρβλ. μετα-κλητός.