μειοδότρια

From LSJ
Revision as of 15:04, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

μειοδότης, ο, θηλ. μειοδότις και μειοδότρια
αυτός που μειοδοτεί, αυτός που προσφέρει μικρότερη τιμή σε δημοπρασία, προκειμένου να αναλάβει την εκτέλεση ενός έργου ή την προμήθεια ενός προϊόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].