ποντικοκτόνος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που φονεύει τους ποντικούς, μυοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυο-κτόνος.