δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ο, Ναυτός που φονεύει τους ποντικούς, μυοκτόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυοκτόνος.