ποντικοκτόνος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που φονεύει τους ποντικούς, μυοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μυοκτόνος.