πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
ὀρθογνώμων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που σκέπτεται και κρίνει ορθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ισχυρο-γνώμων.