κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
και σουβλοκέφαλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει σουβλερό, μυτερό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουβλερός / σούβλα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. χοντρο-κέφαλος.