Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
ο, Ναυτός που κόβει και μαζεύει τις ρίζες τών φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος.