ριζοκόπος

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
αυτός που κόβει και μαζεύει τις ρίζες τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρίζα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλοκόπος.