τιτανοκτόνος

From LSJ
Revision as of 04:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier ou destructeur des Titans.
Étymologie: Τιτάν, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («ὅπλον... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + -κτονος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.

Russian (Dvoretsky)

τῑτᾱνοκτόνος: ὁ титаноубиица Batr.