προσοδοφόρος

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που αποφέρει προσόδους, κέρδη, επικερδής, κερδοφόρος (α. «προσοδοφόρο κτήμα» β. προσοδοφόρα τέχνη»).
επίρρ...
προσοδοφόρως και προσοδοφόρα Ν
με προσοδοφόρο, με επικερδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσοδος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο-φόρος. Το επίθ. προσοδοφόρος μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες, ενώ το επίρρ. προσοδοφόρως από το 1893 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].