κερδοφόρος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
κερδοφόρον, bringing gain, Artem.2.30.
German (Pape)
[Seite 1424] Gewinn bringend, ὄναρ, Artemid. 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
κερδοφόρος: -ον, φέρων κέρδος, Ἀρτεμίδ. 2. 30.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (Α κερδοφόρος, -ον)
αυτός που αποφέρει κέρδος, ο επικερδής.
επίρρ...
κερδοφόρως και -α
με κέρδος, επικερδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -φόρος (< φόρος < φέρω)].