ἁλυκώδης
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ες, A like salt, saltish, γλῶσσα Hp.Acut.(Sp.)2; φλοιός Thphr.HP9.11.2 (ubi ἁλικώδης).
German (Pape)
[Seite 110] ες, salzartig, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλῠκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἅλας, ἁλμυρίζων, Ἱππ. 396. 28, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 11, 2 (ἔνθα ἁλικώδης διὰ τοῦ ι).
Greek Monolingual
ἁλυκώδης, -ες (Α) ἁλυκός
αυτός που μοιάζει αρμυρός, που έχει γεύση αλατιού, ο υφάλμυρος.