νοῦμμος

From LSJ
Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοῦμμος Medium diacritics: νοῦμμος Low diacritics: νούμμος Capitals: ΝΟΥΜΜΟΣ
Transliteration A: noûmmos Transliteration B: noummos Transliteration C: noymmos Beta Code: nou=mmos

English (LSJ)

ὁ, Western Dor. A = νόμος, current coin, esp. of the Tarentine stater, Arist.Fr.590. 2 = λίτρα, the silver equivalent of the bronze pound, ib.589. 3 = Lat. nummus (sc. sestertius), Plu. Sull.1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sesterce à Rome.
Étym. lat. nummus.

Greek Monolingual

νοῡμμος και νόμος, ὁ (Α)
1. είδος χρυσού, αργυρού ή χάλκινου νομίσματος το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους Δωριείς της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, είχε βάρος ίσο με το 1/10 του κορινθιακού στατήρα και ισοδυναμούσε με 1,50 αττικό οβολό
2. το αργυρό αντίστοιχο της ορειχάλκινης λίτρας
3. αργυρό νόμισμα τών Ρωμαίων, το σηστέρτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση της λ. νόμος (II) με το νόμος (Ι) ή το νόμιμος δεν μπορεί να υποστηριχθεί με βεβαιότητα. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή nummus, απ' όπου το ελλ. νοῦμμος].

Russian (Dvoretsky)

νοῦμμος: ὁ (лат. nummus)
1) (в дорических областях Сицилии и Великой Греции) триобол, монета в три обола Arst.;
2) Plut. = лат. sestertius.