κρυστάλλιον
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
τό, A = ψύλλιον, Dsc.4.69 (Sicel). II rock-crystal, in pl., PHolm.11.43, Anon.Alch.p.359 B.
German (Pape)
[Seite 1516] τό, andrer Name für das Kraut ψύλλιον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κρυστάλλιον: τό, ἄλλο ὄνομα τοῦ φυτοῦ ψύλλιον, Διοσκ. ἐκ τῶν νόθων, 4. 70.
Greek Monolingual
κρυστάλλιον, τὸ (Α)
βλ. κρυστάλλι.