future
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. μέλλων, P. ἐσόμενος.
coming directly: P. and V. ἐπιών.
a future life of happiness awaits him: V. ὁ δ' ἐπιών νιν βίοτος εὐδαίμων μένει (Eur., Orestes 1659).
future (time): P. and V. λοιπός, μέλλων, P. ἐπίλοιπος.
future generations: P. and V. οἱ ἔπειτα, P. οἱ ἐπιγιγνόμενοι, V. ὕστεροι, οἱ, μεθύστεροι, οἱ, οἱ ἐπίσποροι, ἔκγονα, τά.
substantive
P. and V. ὁ μέλλων χρόνος, ὁ λοιπὸς χρόνος, τὸ μέλλον, τὰ μέλλοντα, V. τοὐπιόν (Eur., Fragment).
for the sake of the future: P. τῶν ἐπιόντων ἕνεκα (Dem. 423).
in the future: P. ἐν τῷ ἔπειτα.
for the future: P. and V. τοῦ λοιποῦ χρόνου (Thuc. 8, 29), P. εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον, εἰς τὸν ἐπίλοιπον χρόνον, V. χρόνον τὸν μέλλοντα, τὸν λοιπὸν χρόνον, εἰς τὸ λοιπόν, Ar. and V. τὸ λοιπόν.
of the future he takes no heed: V. τοὐπίσω δ' οὐδὲν σκοπεῖ (Eur., Fragment).