δοτική

From LSJ
Revision as of 14:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η (AM δοτική
Α δοτικός, -ή, -όν)
το θηλ. ως ουσ. η τρίτη πτώση τών ονομάτων της αρχ. Ελληνικής, της Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται κάτι
αρχ.
επίθ. αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την τάση να προσφέρει.

Russian (Dvoretsky)

δοτική: ἡ (sc. πτῶσις) грам. дательный падеж Plut.