Λέσβιος
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Lesbos, Lesbien.
Étymologie: Λέσβος.
English (Slater)
Λέσβιος
1 of Lesbos Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1.
Greek Monotonic
Λέσβιος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λέσβο, σε Ηρόδ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Λέσβιος: II ὁ лесбосец, житель или уроженец Лесбоса Her., Thuc. etc.
лесбосский (οἰκοδομή Arst.).