Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
διασπώμενος; see διασπάω
mad: P. and V. ἀπόπληκτος, μανιώδης, V. λυσσώδης, μαργῶν, ἐμμανής (also Plato but rare P.), θεομανής, Ar. and P. μανικός; see mad.