λαχανοπράτης
From LSJ
νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers
English (LSJ)
[πρᾱ], ου, ὁ, A greengrocer, PAmh.2.148.2 (v A.D.), PLond.1.113.6 (a) 7 (vi A.D.).
Greek Monolingual
λαχανοπράτης, ὁ (AM)
πάπ. λαχανοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + -πράτης (< θ. -πρα- του πιπράσκω «πωλώ»), πρβλ. δημοπράτης, ελαιο-πράτης.