δαμνογόνη
From LSJ
English (LSJ)
δαμνοδάμεια, δαμνώ, A she that subdues, epiths. of the Moon, Hymn.Mag.5.43.
Greek Monolingual
δαμνογόνη, η (Α)
η δαμνοδάμεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. δάμνημι + -γονη < γίγνομαι.
Full diacritics: δαμνογόνη | Medium diacritics: δαμνογόνη | Low diacritics: δαμνογόνη | Capitals: ΔΑΜΝΟΓΟΝΗ |
Transliteration A: damnogónē | Transliteration B: damnogonē | Transliteration C: damnogoni | Beta Code: damnogo/nh |
δαμνοδάμεια, δαμνώ, A she that subdues, epiths. of the Moon, Hymn.Mag.5.43.
δαμνογόνη, η (Α)
η δαμνοδάμεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. δάμνημι + -γονη < γίγνομαι.