μεγαλουργία

From LSJ
Revision as of 11:07, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαλουργία Medium diacritics: μεγαλουργία Low diacritics: μεγαλουργία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: megalourgía Transliteration B: megalourgia Transliteration C: megalourgia Beta Code: megalourgi/a

English (LSJ)

contr. for μεγαλοεργία.

German (Pape)

[Seite 107] ἡ, = μεγαλοεργία, Sp., wie Luc. Calumn. 17; – magnificentia, Pracht, Pol. 31, 3, 1, v. l. μεγαλοεργία.

French (Bailly abrégé)

c. μεγαλοεργία.

Greek Monolingual

η (Α μεγαλουργία και μεγαλοεργία μεγαλουργός
1. η πραγματοποίηση μεγάλου έργου
2. σπουδαίο έργο που έχει συντελεστεί, το μεγαλούργημα
αρχ.
επιδεικτικά μεγαλοπρεπής πράξη.