πυρισφάραγος
From LSJ
English (LSJ)
A v. πυρισμάραγος.
German (Pape)
[Seite 823] = πυρισμάραγος, als v. l.
Greek Monolingual
-ον, Α
πυρισμάραγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τρίζω, θορυβώ»), πρβλ. ανεμοσφάραγος.
Full diacritics: πῠρισφάραγος | Medium diacritics: πυρισφάραγος | Low diacritics: πυρισφάραγος | Capitals: ΠΥΡΙΣΦΑΡΑΓΟΣ |
Transliteration A: pyrispháragos | Transliteration B: pyrispharagos | Transliteration C: pyrisfaragos | Beta Code: purisfa/ragos |
A v. πυρισμάραγος.
[Seite 823] = πυρισμάραγος, als v. l.
-ον, Α
πυρισμάραγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τρίζω, θορυβώ»), πρβλ. ανεμοσφάραγος.