πυρισφάραγος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
v. πυρισμάραγος.
German (Pape)
[Seite 823] = πυρισμάραγος, als v.l.
Greek Monolingual
-ον, Α
πυρισμάραγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «τρίζω, θορυβώ»), πρβλ. ανεμοσφάραγος.