ἐγξέω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A scratch, scrape, E.Fr.298 (cj. Heath for ἐγξύσαι).
German (Pape)
[Seite 712] (s. ξέω) = ἐγξύω, Eur. fr. Stob. fl. 90, 10, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγξέω: μέλλ. -ξέσω, ἐγξύω, Εὐρ. Ἀποσπ. 300 (κοινῶς ἐγξῦσαι).
Spanish (DGE)
arañar, raspar c. dat. instrum. ἐάν τις ἐγξέσῃ θάμνοις ἑλείοις E.Fr.298 (cj.), μετὰ χαλκοῦ κονδύλου τοῖς πίναξι τῶν ζωγράφων ἐγξέειν καὶ γράφειν Sch.Od.3.438.
Greek Monolingual
ἐγξέω (Α)
ξύνω μέσα, εσωτερικά.
Russian (Dvoretsky)
ἐγξέω: и ἐγξύω (3 л. sing. aor. conjct. ἐγξέσῃ, v. l. ἐγξύσῃ) выскабливать, вырезать (θάμνοις ἐλείοις Eur.).