αιδοίο

From LSJ
Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source

Greek Monolingual

το (Α αἰδοῑον)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας
αρχ.
1. συν. στον πληθ. τὰ αἰδοῑα
τα γεννητικά όργανα του άνδρα ή της γυναίκας
2. αἰδοῑον θαλάσσιον
είδος θαλάσσιου ζώου, πιθ. το λατ. pennatula.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουδ. του επιθ. αἰδοῑος που χρησιμοποιήθηκε ως ουσ.
ΠΑΡ. αιδοιικός, αρχ. αἰδοιώδης, νεοελλ. αιδοιίτιδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰδοιολείκτης
νεοελλ.
αιδοιογραφία, αιδοιοδυνία, αιδοιοκολπικός, αιδοιολογία].