μαντευτικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 5 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "of or [[for " to "of or for [[")

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντευτικός Medium diacritics: μαντευτικός Low diacritics: μαντευτικός Capitals: ΜΑΝΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: manteutikós Transliteration B: manteutikos Transliteration C: manteftikos Beta Code: manteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for divination: ἡ -κή (sc. τέχνη), = μαντεία, f.l. in E.Ba.299 as cited by Plu.2.432e.

Greek (Liddell-Scott)

μαντευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. τέχνη) = μαντεία, Πλούτ. 2. 432Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μαντευτικός, -ή, -όν) μαντεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία, μαντικός.