βομβύκιον

From LSJ
Revision as of 20:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβύκιον Medium diacritics: βομβύκιον Low diacritics: βομβύκιον Capitals: ΒΟΜΒΥΚΙΟΝ
Transliteration A: bombýkion Transliteration B: bombykion Transliteration C: vomvykion Beta Code: bombu/kion

English (LSJ)

[ῡ], τό, species of A mason-bee, Chalicodoma muraria, Arist.HA 555a13 (v.l. βομβυκοειδῶν). 2 small buzzing insect, Sch. Ar.Nu.158. II cocoon of silk-worm, Arist.HA551b14.

German (Pape)

[Seite 453] τό, Puppe, Kokon des Seidenwurms, Arist. H. A. 5, 19.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 capullo del gusano de seda τὰ βομβύκια ἀναλύουσι τῶν γυναικῶν τινὲς ἀναπηνιζόμεναι, κἄπειτα ὑφαίνουσιν Arist.HA 551b14.
2 insecto que zumba, quizá abejorro o moscardón Sch.Ar.Nu.158.
3 fig. zumbido de los señuelos del diablo charlatanería τοιαῦτά τινα κινεῖ (ὁ διάβολος) βομβύκια Ath.Al.Ep.Fonti p.64.

Greek Monolingual

βομβύκιον, το (Α)
1. είδος μελισσών που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό
2. το κουκούλι, το περίβλημα της προνύμφης διαφόρων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβύκιον με τη σημ. 1 < βόμβυξ (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 < βόμβυξ (Ι)].

Russian (Dvoretsky)

βομβύκιον: (ῡ) τό
1) кокон шелкопряда Arst.;
2) предполож. пчела-каменщица (Chalicodoma muraria) Arst.