ἀναπαυτήριον
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
temps du repos.
Étymologie: ἀναπαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπαυτήριον: τό время отдыха (νὺξ ἀ. κάλλιστον Xen.).