νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
adv.avec impiété, sans la volonté des dieux;Cp. ἀθεώτερον, Sp. ἀθεώτατα.Étymologie: ἄθεος.
ἀθέως: безбожно, нечестиво (ἀτίμως κἀθέως Soph.; ἀδίκως καὶ ἀ. Plat.).
impiously