увещевание
Russian > Greek
παρακέλευσις, παράκλησις, κέλευσις, νουθέτημα, νουθέτησις, παραίφασις, διακελευσμός, ἐγκέλευσμα, παραίνεσις, παρηγόρημα, παρηγορία, παραμυθία, παραμύθιον
παρακέλευσις, παράκλησις, κέλευσις, νουθέτημα, νουθέτησις, παραίφασις, διακελευσμός, ἐγκέλευσμα, παραίνεσις, παρηγόρημα, παρηγορία, παραμυθία, παραμύθιον