ἀποφαντικός

From LSJ
Revision as of 20:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφαντικός Medium diacritics: ἀποφαντικός Low diacritics: αποφαντικός Capitals: ΑΠΟΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apophantikós Transliteration B: apophantikos Transliteration C: apofantikos Beta Code: a)pofantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A categorical, λόγος ἀ. Arist.Int.17a8, cf. Stoic.2.61, al.; declaratory, ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν -κή ib.2.42. Adv. -κῶς dub. in Aristid. Rh. 1p.462S., cf.Sch.E.Ph.624, al.; λέγειν Hermog.Id.2.11.

German (Pape)

[Seite 334] behauptend, einen Satz aufstellend, λόγος Arist. de interpr. 5; Rhet. ἀποφαντικῶς λέγειν, mit Nachdruck sprechen; ἀποφαντικόν, modus indicativus, Schol. Ap. Rh. 1, 1332. 1349, wie ἀποφαντική Apoll. de synt. 3, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος, λόγος ἀπ., πρότασις, Ἀριστ. π. Ἑρμην. 5. 1, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 71. -ἔγκλισις ἀποφαντικὴ = ὁριστικὴ Ἀπολλών. Δ. π. Συντ. 244, 26, ἀποφαντ. ἐπίρρημα αὐτόθι 245, 3: -Ἐπίρρ. ἀποφαντικῶς Ὠριγ. 3. 868A.

Spanish (DGE)

-ή, -ον
1 que expresa un sentido, enunciativo, explicativo λόγος proposición aseverativa Arist.Int.17a8, Aristid.Rh.2.517, καλοῦσι δὲ οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα Chrysipp.Stoic.2.61
ἐπιστήμη πάντων ἀληθῶν ἀποφαντική Chrysipp.Stoic.2.42, σχῆμα Aristid.Rh.1.462, 2.532, 540, cf. S.E.M.8.71, A.D.Synt.16.10, ἐρώτησις Sch.S.OT 622, χρεῖαι Hermog.Prog.3
gram. indicativo ἔγκλισις A.D.Synt.245.1 (var.), del pron. τις indicativo por op. a su uso interr., A.D.Pron.27.20.
2 adv. -ῶς afirmativamente A.D.Pron.27.16, 18, πολλὰ λέγων Hermog.Id.2.11 (p.402), cf. Sch.E.Ph.624
categóricamente (τὸ εὐαγγέλιον) ἀ. διακελεύεται Mac.Aeg.M.34.905B.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποφαντικός, -ή, -όν) αποφαίνω
1. αυτός που αποφαίνεται θετικά
2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική
νεοελλ.
(ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» — σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά
αρχ.-μσν.
(-ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφαντικός:
1) утверждающий, заявляющий (λόγος Arst.; λεκτά Sext.);
2) грам. изъявительный (ἔγκλισις).