παραχώνω

From LSJ
Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

παραχώννυμι ΝΑ
επιχωματώνω, καλύπτω κοίλο ή ανώμαλο τμήμα του εδάφους με χώμα
νεοελλ.
1. χώνω κάτι πιο βαθιά από όσο πρέπει
2. ειρων. θάβω νεκρό, ενταφιάζω
3. φρ. «παραχώνομαι σε κάποιον» — ενοχλώ ή προκαλώ υπερβολικά κάποιον
αρχ.
καλύπτω με χώμα τα πλάγια, σχηματίζω με χώμα κεκλιμένο επίπεδο («χῶμα παρέχωσε παρ' ἑκάτερον τοῦ ποταμοῡ χεῑλος», Ηρόδ.).