Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολοττός

From LSJ
Revision as of 09:21, 7 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολοττός -οῦ, ὁ, Ion. κολοσσός [Κολοσσαί?] kolossaal beeld, standbeeld, bij Hdt. steeds van Egyptische beelden:. ὁ Ῥόδιος κολοσσός de kolossos van Rhodos Luc. 59.23.

Greek Monolingual

ο (AM κολοσσός, Α και κολοττός, ό, και κολοσσός, ή)
ανδριάντας υπερφυσικού μεγέθους, γιγάντιο άγαλμα (α. «ο Κολοσσός της Ρόδου» β. «τὸν κολοσσὸν τοῦ Ἡρακλέους μετακομίσας ἐκ Τάραντος ἔστησεν ἐν Καπιτωλίῳ», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. υπερμεγέθης, πελώριος («αυτός ο άνθρωπος είναι κολοσσός»)
2. αυτός που έχει μία ιδιότητα σε υπέρτατο βαθμό («είναι κολοσσός εντιμότητας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Είναι μάλλον μεσογειακό δάνειο
στη διατύπωση της υπόθεσης αυτής συντελεί η εμφάνιση του επιθήματος -σσός. Συνδέεται με τα τοπωνύμια Κολοσσαί, Κολοφών].