τηκ

From LSJ
Revision as of 09:40, 10 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

και τεκ, το, Ν
βοτ.
1. κοινή ονομασία του δένδρου Tectona grandis του γένους τεκτόνα που ανήκει στην οικογένεια βερβενίδες της τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λαμιώδη και περιλαμβάνει 4 περίπου είδη δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή της νοτιοανατολικής Ασίας, τών Φιλιππίνων και της Ινδομαλαισίας
2. το ξύλο που λαμβάνεται από το δένδρο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teak (< πορτογ. teca)].