τηκ

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269

Greek Monolingual

και τεκ, το, Ν
βοτ.
1. κοινή ονομασία του δένδρου Tectona grandis του γένους τεκτόνα που ανήκει στην οικογένεια βερβενίδες της τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λαμιώδη και περιλαμβάνει 4 περίπου είδη δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή της νοτιοανατολικής Ασίας, τών Φιλιππίνων και της Ινδομαλαισίας
2. το ξύλο που λαμβάνεται από το δένδρο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teak (< πορτογ. teca)].