ενηχώ

From LSJ
Revision as of 13:05, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ἐνηχῶ, -έω; (AM) ένηχος
μσν.
παθ. ἐνηχοῡμαί τι
(για πρόσ.) ακροάζομαι, ακούω («καὶ ἐνηχηθῶμεν τήν γεννήτορος φωνήν», Μηναία)
αρχ.
1. ηχώ μέσα
2. ηχώ στο αφτί κάποιου, αντηχώ («οἱ δαιμόνων λόγοι διὰ πάντων φερόμενοι, μόνοις ἐνηχοῦσι τοῖς ἀθόρυβον ἧθος... ἔχουσι», Πλούτ.).