επιφαίνω
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
ἐπιφαίνω (AM) φαίνω
παθ. ἐπιφαίνομαι
εμφανίζομαι απροσδόκητα, προβάλλω, ξεφυτρώνω (α. «χαλκέων ἀνδρῶν ἐπιφανέντων», Ηρόδ.
β. «ὅτι σφι μούνοισι ἔωθε ὁ Περσεὺς ἐπιφαίνεσθαι», Ηρόδ.
γ. «ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Θεοῡ», ΚΔ)
μσν.
1. μτφ. φωτίζω
2. αναδεικνύομαι
αρχ.-μσν.
δηλώνω, φανερώνω («καί τινα προστασίαν ἀξιωματικὴν ἐπιφαίνουσα», Πολ.)
αρχ.
1. (με αιτ. και απρμφ.) κάνω φανερό ότι
2. (φαινομενικά αμτθ.) δείχνω φως, φέγγω, φωτίζω («τῆς ἡμέρας ἐπιφαινούσης», Πολ.)
3. παθ. εμφανίζομαι κάπου («ἐπιφαίνεται δ’ ἀμέλει καὶ ταῖς εἰκόσιν ἀθλητική τις ἰδέα», Πλούτ.)
4. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ ἐπιφαινόμενα
τα συμπτώματα, τα περιστατικά που επακολουθούν μετά την εμφάνιση της ασθένειας.