ευδείελος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
εὐδείελος, -ον (Α)
1. εύδηλος, φανερός, αυτός που φαίνεται καθαρά από μακριά («ἦ πού τις νήσων εὐδείελος», Ομ. Οδ.)
2. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο ευήλιος («εὐδείελος χθὼν Ἰαολκοῡ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δείελος. Η σημασία του ευδείελος ενισχύει την άποψη που ανάγει το δείελος στο δήλος «φανερός» και όχι στο δείλη «δειλινό»].