ιδού

From LSJ
Revision as of 18:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰδού)
(ως δεικτ. μόριο)
1. δες, να, κοίτα (α. «ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» β. «ἰδού ἐγώ»)
2. φρ. «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» — δείξε μας εδώ τώρα ότι είσαι ικανός να κάνεις αυτό για το οποίο καυχιέσαι
αρχ.
(χλευαστικά) αλήθειαἰδού γε κλέπτειν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δεικτικό μόριο που προέκυψε από τον τ. ἰδοῡ, β' εν. πρόσ. προστ. μέσου αορ. β' του ρ. ὁρῶ: ἰδοῡ < θ. ἰδ- του ὁρῶ, πρβλ. ἰδεῖν, ἰδέα, + -οῡ < κατάλ. προστ. -εσο, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ- και συναίρεση τών φωνηέντων -ε- και -ο- (πρβλ. γεν-οῡ-, βαλ-οῡ). Ως δεικτ. στοιχείο ο τ. μαρτυρείται με τη μορφή ἰδού (με οξεία) λόγω της συνεκφοράς του με άλλες λ. (πρβλ. ιδού εγώ)].